Δημόσια Διοίκηση


1 Ποιά όργανα ασκούν τη νομοθετική και ποια την εκτελεστική λειτουργία ;
1.1 α. Στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας και με ποιές διαδικασίες


Τα βασικά όργανα του κράτους στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης είναι: το εκλογικό σώμα, η Βουλή και οι Βουλευτές, η κυβέρνηση και οι υπουργοί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τα Δικαστήρια και οι Δικαστές. Τη νομοθετική εξουσία την ασκεί η Βουλή και οι Βουλευτές καθώς και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Αναλυτικότερα, η Βουλή ψηφίζει κάθε λογής νόμους στους οποίους περιλαμβάνονται και όσοι αφορούν στην κύρωση διεθνών συνθηκών ή την παροχή αμνηστίας όπως:
Τον προϋπολογισμό, απολογισμό, γενικό ισολογισμό του κράτους.
Αποφάσεις για την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας.
Απόφαση για την προκήρυξη δημοψηφίσματος.
Ψήφιση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ψήφιση του Κανονισμού της Βουλής.
Εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Άσκηση ποινικής διώξεως κατά υπουργών και του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Διαπίστωση αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού να ασκήσουν τα καθήκοντά τους.
Παροχή αδείας για την ποινική δίωξη βουλευτή.
Άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου στην οποία συμπεριλαμβάνονται η ψήφος εμπιστοσύνης ή η έκφραση δυσπιστίας στην Κυβέρνηση.
Η Βουλή ως κυρίαρχο όργανο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που μόνη κατέχει τη νομοθετική εξουσία, ανανεώνεται με την προσφυγή στο εκλογικό σώμα σε χρόνο που ορίζεται από το σύνταγμα. Το σύνταγμα είναι ο ρυθμιστικός νόμος για όλα τα ζητήματα που αφορούν στη Βουλή. Εσωτερική οργάνωση, λειτουργία κλπ χωρίς την παρέμβαση άλλης εξουσίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της σχηματίζονται επιτροπές, οι οποίες αναλαμβάνουν την προετοιμασία καθώς και την επεξεργασία νομοθετημάτων. Για τον λόγο αυτό ορίζονται οι διαρκείς επιτροπές ανάλογα με τα θέματα αλλά και τα υπουργεία που αφορούν.
Ο βουλευτής αντιπροσωπεύει τη λαϊκή βούληση και θα πρέπει να δρα και να ψηφίζει κατά συνείδηση. Ο νομοθέτης προβλέπει την οργάνωση των βουλευτών σε ομάδες ( κόμματα ), οι οποίες λειτουργούν στις διαδικασίες της βουλής ως σώμα. Έτσι, εξασφαλίζεται μια οργανωμένη και συντεταγμένη δράση των βουλευτών.
Οι συνεδριάσεις της βουλής είναι κατά βάση δημόσιες. Σε σπάνιες περιπτώσεις, για λόγους εθνικού συμφέροντος, μπορούν, αν το ζητήσει η κυβέρνηση, να είναι μυστικές. Κατά τα άλλα οι πολίτες έχουν την δυνατότητα είτε μέσω τηλεοράσεως είτε με αυτοπρόσωπη παρουσία, να παρακολουθήσουν τις συνεδριάσεις. Οι αποφάσεις βασικά λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών.
Ως όργανο του κράτους η Βουλή υπερέχει της κυβέρνησης, αφού για να συσταθεί και να λειτουργήσει θα πρέπει να έχει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής. Επίσης, μέσω προτάσεως δυσπιστίας, η Βουλή μπορεί να καταργήσει την κυβέρνηση ή να πάψει μερικούς υπουργούς. Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί το μοναδικό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου με κύρωση. Εξάλλου, η Βουλή δύναται να συστήσει εξεταστικές επιτροπές με απόφαση της ολομέλειας, με σκοπό τη διερεύνηση θεμάτων γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.




Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή και είναι κατά το Σύνταγμα ρυθμιστής του πολιτεύματος δηλαδή είναι υπεράνω κομμάτων και της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής και παρεμβάλλεται ανάμεσα στην κυβέρνηση και στη Βουλή. Πέρα από ρυθμιστικές αρμοδιότητες και κάποιες εκτελεστικές και δικαστικές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί και νομοθετική εξουσία. Για παράδειγμα:
Έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων από την Βουλή νόμων.
Έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.
Έκδοση διαταγμάτων γενικής και ειδικής εξουσιοδότησης.

Σε ότι αφορά στις πρωτοβουλίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτές θα πρέπει να είναι σύννομες προσυπογράφοντας νόμους και διατάγματα. Μ ‘αυτά τα προεδρικά διατάγματα ο Πρόεδρος παράγει δίκαιο για το καλό του έθνους με συνυπογραφή των αρμοδίων υπουργών. Εξάλλου, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, μπορεί να εκδόσει έκτακτες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 44, παρ.1).

Την εκτελεστική εξουσία την ασκεί η Κυβέρνηση, οι υπουργοί καθώς και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η Κυβέρνηση είναι ένα άμεσο ενιαίο συλλογικό όργανο, που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Είναι αρμόδια για την χάραξη της γενικής πολιτικής της χώρας και είναι βασικός φορέας και επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας και κατ ουσία το σημαντικότερο όργανο του σύγχρονου κοινοβουλευτικού κράτους, αντλώντας με την εκλογή της την εξουσία από τον λαό.

1.2 β. Στο πλαίσιο της ενωσιακής έννομης τάξης και με ποιες διαδικασίες;


Στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα όργανα που ασκούν τη νομοθετική λειτουργία είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο των Υπουργών και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Στις περισσότερες περιπτώσεις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μοιράζεται την νομοθετική λειτουργία με το Συμβούλιο των Υπουργών ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αρμοδιότητα ανάληψης νομοθετικής πρωτοβουλίας δηλαδή αναλαμβάνει πρωτοβουλίες υποβάλλοντας προτάσεις στο Συμβούλιο για περεταίρω ανάπτυξη του κοινοτικού Δικαίου. Στην πράξη ο ρόλος της είναι αρκετά δευτερεύον και οι βασικές αποφάσεις λαμβάνονται από τα άλλα δύο όργανα.
Όλες οι νομοθετικές πράξεις ακολουθούν την κανονική νομοθετική διαδικασία, όπου το Κοινοβούλιο ουσιαστικά συναποφασίζει με το Συμβούλιο. Αντίθετα, σε ειδικές περιπτώσεις εφαρμόζονται ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή του Κοινοβουλίου. Σε πολλά θέματα εξάλλου, το Κοινοβούλιο εκφράζει μόνο συμβουλευτική γνώμη κατά την διάρκεια της διαβούλευσης. Την απόφαση σε θέματα χάραξης πολιτικής (γεωργική πολιτική, δημοσιονομική πολιτική κλπ) τη λαμβάνει το Συμβούλιο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η έκφραση γνώμης του Κοινοβουλίου είναι υποχρεωτική.


Οι διαδικασίες με τις οποίες παίρνονται οι αποφάσεις για τις νομοθετικές πράξεις είναι η διαδικασία της διαβούλευσης, της συναπόφασης, της συνεργασίας, της σύμφωνης γνώμης και της νομοθετικής παραγωγής χωρίς την συμμετοχή του κοινοβουλίου.

Την εκτελεστική εξουσία την ασκούν το Συμβούλιο των Υπουργών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα Ελάσσονα Όργανα.

Το Συμβούλιο των Υπουργών μεταξύ άλλων έχει την δυνατότητα να ασκεί τη δημοσιονομική εξουσία. Ακόμη έχει αρμοδιότητες στους τομείς Εξωτερικών Σχέσεων και Εμπορικής Πολιτικής συντονίζει δε και παρακολουθεί την Οικονομική Πολιτική των κρατών μελών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψηφίζει τον προϋπολογισμό και ελέγχει την εκτέλεσή του.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ιδιαίτερη συμμετοχή στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, όπου ελέγχει την εισροή των πόρων από τα κράτη που συμμετέχουν, όπως επίσης έχει σημαντική συμβολή στη συγκρότηση και διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων. Στον τομέα της τήρησης του ανταγωνισμού κατέχει διοικητικές εξουσίες, αφού χορηγεί άδειες ή απορρίπτει αιτήσεις για ίδρυση επιχειρήσεων, εξετάζοντας πάντα τα πραγματικά περιστατικά. Επίσης έχει την δυνατότητα μετά από εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο να συνάψει συμφωνίες με τρίτους (οργανισμούς ή χώρες), όπως και να συμβάλλει στην προσχώρηση νέων κρατών.

Τα Ελάσσονα Όργανα όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αποτελούν θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικευμένους οργανισμούς που εκτελούν συγκεκριμένα καθήκοντα στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας. Πρόκειται για αναγκαίους μηχανισμούς άσκησης πολιτικής, μέσω των οποίων επιτυγχάνονται οι στόχοι που αναφέρονται στις συμβάσεις που διέπουν την λειτουργία της Ένωσης.


2 Ποιός ο ρόλος και η θέση των οργάνων αυτών σε κάθε έννομη τάξη και ποιά η νομιμοποίησή τους;

2.1 Ελληνική πραγματικότητα


Όπως είδαμε και στην προηγούμενη ερώτηση ένα από τα βασικά όργανα του κράτους είναι το εκλογικό σώμα. Το εκλογικό σώμα είναι το ανώτατο όργανο της πολιτείας και έχει κύρια αρμοδιότητα την εκλογή του κοινοβουλίου, την εκλογή των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης την εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τη συμμετοχή σε δημοψηφίσματα.

Η Βουλή είναι ένα άμεσο συλλογικό αντιπροσωπευτικό όργανο που ασκεί νομοθετική εξουσία. Βρίσκεται στο επίκεντρο του κοινοβουλευτικού συστήματος εκφράζει την λαϊκή κυριαρχία και δρα εν ονόματι του εκλογικού σώματος. Οι αρμοδιότητες της Βουλής είναι νομοθετικές και δικαστικές. Οι κύριες αρμοδιότητες της Βουλής είναι βασικά δύο. Αφενός να ψηφίζει τους νόμους και τον προϋπολογισμό του κράτους και αφετέρου να ελέγχει την κυβέρνηση.

Η Κυβέρνηση είναι το σημαντικότερο όργανο άσκησης εκτελεστικής εξουσίας και απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό ο οποίος διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης. Συνεπώς και η ανάδειξη του πρωθυπουργού καθίσταται νομικά και πολιτικά κρίσιμη, διότι παίζει καθοριστικό ρόλο στην δομή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Επιλέγει υπουργούς και φέρει την πολιτική ευθύνη για όλη την κυβερνητική πολιτική. Οι υπουργοί έχουν ως βασικό ρόλο να εκτελέσουν την κυβερνητική πολιτική και να φροντίσουν για την εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Οι υπουργοί έχουν, κοινοβουλευτική, αστική και ποινική ευθύνη για τις πράξεις τους.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος. Στην έννοια του ρυθμιστικού του ρόλου περιλαμβάνονται μια σειρά από νομικά τυποποιημένες στο Σύνταγμα ή και άτυπες αρμοδιότητες, οι οποίες αναφέρονται στις λειτουργικές σχέσεις των άμεσων οργάνων του κράτους μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πέρα από ρυθμιστικές αρμοδιότητες έχει και κάποιες νομοθετικές όπως είδαμε στην προηγούμενη ερώτηση καθώς επίσης εκτελεστικές, συμβολικές και δικαστικές.

Τα διάφορα όργανα τα οποία αναλύσαμε νομιμοποιούνται μέσω του Συντάγματος.
Σύνταγμα είναι ο γραπτός ή και άγραφος νόμος, ο οποίος έχει αυξημένη ισχύ σε σχέση με όλους τους άλλους νόμους που ψηφίζονται από την Βουλή. Θεσπίζεται για να θέσει τους όρους λειτουργίας του κράτους και συχνά παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα και αποτελεί ένα καταστατικό κείμενο μέσα από το οποίο απορρέουν οι αρχές, οι αξίες και το πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού. Συχνά, πέρα από τις βασικές αρχές περιέχει και κανόνες που ορίζουν τη λειτουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας στην πραγματικότητα.
Ο θεμελιώδης αυτός νόμος δεν είναι εύκολο να τροποποιηθεί, αλλά απαιτεί ειδικές διαδικασίες σχετικές με την αναθεώρησή του. Βασική αντίληψη του συντάγματος μιάς χώρας αποτελεί η υποχρέωση της κρατικής εξουσίας να λειτουργεί με κανόνες δικαίου, οι οποίοι απορρέουν από το γράμμα και το πνεύμα του. Στο πλαίσιο αυτό ασκείται η κρατική εξουσία και ρυθμίζονται οι σχέσεις του κράτους με τους πολίτες της χώρας.

Οι θεμελιώδης αρχές του Συντάγματος είναι η Δημοκρατική αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό. Η αρχή της αντιπροσώπευσης στην οποία την εξουσία ασκούν αιρετά όργανα με περιορισμένη χρονικά θητεία. Θεσμική έκφραση της αρχής αυτής αποτελεί η Βουλή. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος όπου είναι η διατύπωση της βούλησης του εκλογικού σώματος για συγκεκριμένο ζήτημα. Η κοινοβουλευτική αρχή όπου είναι ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο η κυβέρνηση που διορίζει τον αρχηγό του Κράτους και ασκεί την εκτελεστική εξουσία εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η αρχή της Προεδρευομένης Δημοκρατίας όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει περιορισμένες συνταγματικά οριοθετημένες αρμοδιότητες. Την γενική πολιτική ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας έχει η κυβέρνηση. Βασικές αρχές του συντάγματος είναι: η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η αρχή του κράτους δικαίου καθώς και του κοινωνικού κράτους όπου χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η μεγαλύτερη παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, με σκοπό την καλύτερη συμβίωση των πολιτών.

2.2 Ευρωπαική Ένωση

Τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται σε μία θεσμική ισορροπία εκπροσωπώντας τόσο τα ίδια τα κράτη μέλη όσο και τους λαού τους.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η αναγωγή των οργάνων αυτών στη βούληση των λαών ή/και των πολιτών των κρατών μελών εξασφαλίζουν και την νομιμοποίηση τους. Από τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εξασφαλιστεί ότι οι εκχωρούμενες αρμοδιότητες από κάθε κράτος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνουν με την πάροδο του χρόνου και με την υιοθέτηση νέων συνθηκών που θα τροποποιούν τις προηγούμενες. Επίσης η λειτουργία των ευρωπαϊκών οργάνων κρίνεται και από άποψη λειτουργικής (ή κατά αποτέλεσμα νομιμοποίηση τους). Δηλαδή η αποτελεσματικότητα, του κάθε οργάνου και η επίτευξη των στόχων καθορίζουν και τις επόμενες και μελλοντικές εκχωρούμενες αρμοδιότητες και κατ’ επέκταση την νομιμοποίηση τους. Π.χ. η συζήτηση που γίνεται στις μέρες μας για την τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας προς την κατεύθυνση μιας ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής στην Ένωση.

3 Ποιο το περιεχόμενο και η σημασία της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών ;
3.1 α. Στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26);


Σύμφωνα με το Άρθρο 26 του Συντάγματος υπάρχει σαφής διάκριση των τριών λειτουργιών - εξουσιών. Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών σε τρία επίπεδα. Νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική. Αρχή που δέχεται τον λαό ως αποκλειστικό φορέα της κρατικής εξουσίας.
Η σημασία της αρχής της διάκρισης των εξουσιών έχει να κάνει με τα όρια της κρατικής εξουσίας έναντι των ατόμων που υπόκεινται σε αυτήν, προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή προστασία των ατομικών ελευθεριών και της ισότητας των ατόμων. Κάθε μια από τις λειτουργίες αυτές έχει ανατεθεί σε ξεχωριστή ομάδα οργάνων με σκοπό να αποφευχθεί οποιαδήποτε μορφή κατάχρησης εξουσίας και το κάθε ένα από αυτά τα όργανα να υπόκεινται σε περιορισμούς και έλεγχο μέσω των άλλων. Επιπλέον αν ένα και μοναδικό όργανο ή πρόσωπο επιφορτίζεται με το σύνολο της εξουσίας, είναι δηλαδή νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό ταυτόχρονα (π.χ. μονάρχης) τότε επέρχεται οργανική σύγχυση των εξουσιών.
Στην πράξη βέβαια η διάκριση των εξουσιών στην χώρα μας δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική , αφού υπάρχει μια διασταυρούμενη αλληλεπίδραση των λειτουργιών. Αυτό από την μία έχει το πλεονέκτημα της ομαλότερης λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού αλλά από την άλλη αφήνει περιθώρια να εμφανίζονται καταστάσεις και συνθήκες κατάχρησης εξουσίας.

3.2 β. Ισχύει και σε ποιο βαθμό η αρχή αυτή στην ενωσιακή έννομη τάξη;


Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή παρατηρείται σε επίπεδο εθνικού κράτους όπως για παράδειγμα στο ελληνικό σύνταγμα. Τα διάφορα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ως στόχο την αντιπροσώπευση διαφορετικών συμφερόντων, την επεξεργασία και την μεταξύ τους ισορροπία.
Αυτό το οποίο παρατηρούμε στην ενωσιακή έννομη τάξη είναι ότι το κοινοτικό δίκαιο είναι αυτόνομο τόσο από το εθνικό όσο και το Διεθνές. Υπάρχουν ξεχωριστά όργανα τα οποία έχουν την αρμοδιότητα να θέτουν κανόνες δικαίου και τα οποία είναι διαφορετικά από τα εθνικά όργανα κάθε κράτους.
Το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει έναντι των εθνικών κανόνων δικαίου. Παρόλα αυτά, προβλήματα δημιουργούνται από τη σχέση κοινοτικού δικαίου και εθνικού συντάγματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που αφορά το Εθνικό Σύνταγμα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μετατοπίζεται στην διάκριση και στην αυτονομία του κοινοτικού δικαίου σε σχέση με τα εθνικά καθώς και στον τρόπο συμμετοχής των εθνικών θεσμικών οργάνων σε σχέση με τα ευρωπαϊκά. Αυτό ήταν άλλωστε και ένας από τους σημαντικούς άξονες στη συνθήκη της Λισσαβόνας.